- προσαγωνίζομαι
- Ααγωνίζομαι επιπροσθέτως.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσαγωνιζόμενος — προσαγωνίζομαι contend besides pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσαγωνισάμενος — προσαγωνίζομαι contend besides aor part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσαγωνίζεσθαι — προσαγωνίζομαι contend besides pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσαγωνίσασθαι — προσαγωνίζομαι contend besides aor inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσαγωνιώ — άω, Α προσαγωνίζομαι* … Dictionary of Greek